- άχρηστος
- inutile
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἄχρηστος — useless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρηστος — η, ο (AM ἄχρηστος, ον) 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός 2. αισχρός, φαύλος μσν. 1. άκυρος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. μσν. επίρρ. ἀχρήστως μάταια αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα 2. (για πρόσωπα) ανώφελος … Dictionary of Greek
άχρηστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρήσιμος, ο περιττός, ο ανώφελος: Πολλά από τα πράγματα που είχε ήταν άχρηστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρηστότερον — ἄχρηστος useless adverbial comp ἄχρηστος useless masc acc comp sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτέρων — ἄχρηστος useless fem gen comp pl ἄχρηστος useless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατα — ἄχρηστος useless adverbial superl ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστότατον — ἄχρηστος useless masc acc superl sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρήστως — ἄχρηστος useless adverbial ἄχρηστος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρήστως , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρηστον — ἄχρηστος useless masc/fem acc sg ἄχρηστος useless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτη — ἄχρηστος useless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρηστοτάτην — ἄχρηστος useless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)